- μπουγαρίνι
- και μπογαρίνι, τοτο άνθος τής μπουγαρινιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. bugarin].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπουγαρίνι — το ιού (λ. βενετ.), είδος αρωματικού λουλουδιού, το φυτό Ίασμος ο αραβικός, το γιασεμί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπογαρίνι — το βλ. μπουγαρίνι … Dictionary of Greek
μπουγαρινιά — και μπογαρινιά, η [μπουγαρίνι] κοινή ονομασία είδους τού φυτού ίασμος, αλλ. φούλι … Dictionary of Greek
φούλι — to, Ν βοτ. 1. κοινή ονομασία τού φυτού Jasminum sambac, τού γένους ίασμος, αλλ. μπουγαρίνι 2. κοινή ονομασία τού είδους Sparmania africana τού γένους σπαρμανία, που καλλιεργείται ως καλλωπιστικό, κυρίως σε γλάστρες 3. στον πληθ. τα φούλια κουκιά… … Dictionary of Greek